ουζοπώλης

ουζοπώλης
ο
αυτός που πουλάει ούζο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουζοπώλης — ο αυτός που πουλά ούζο, ο ιδιοκτήτης ουζοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + πώλης (< πωλώ)] …   Dictionary of Greek

  • ουζοπωλείο — το [ουζοπώλης] κατάστημα πώλησης ούζου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”